- σαν
- (I)και σα Ν(μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό)1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» — λέγεται σε οικείο ή φίλο με την ευκαιρία επίσκεψης που πραγματοποιεί αυτός μετά από απουσία πολλών χρόνων γ. «κανείς δεν σ' αγαπά σαν την μητέρα σου» δ. «φωνάζει σαν να τόν σκοτώνουν»)2. (με επίρρ. χρον. και σε συνεκφ. με το και) όπως («και σαν πρώτα ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά», Σολωμ.)ΙΙ. (ως μειωτικό τής σημασίας επιθέτων, επιρρημάτων και ρημάτων) νομίζω, αν δεν γελιέμαι, σάμπως («σαν καλά να τά καταφέρνεις με την καινούργια σου δουλειά»)ΙΙΙ. (ως εισαγωγικό) α) (αναφορικής πρότασης) όσο («σαν τόν αγαπάνε οι γονείς του, κανείς δεν τόν αγαπάει)β) προκειμένου να δηλώσει μια ενδεχόμενη ή αβέβαιη κατάσταση («σαν να ακούστηκε κάτι»)ΙV. (ως απορηματικό) άραγε, τάχα («σαν τί να σ' ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡσὰν (φρ. < ὡς ἄν), με σίγηση τού αρκτικού ω-].————————(II)Ν(σύνδ.)1. χρον. α) όταν, ευθύς μόλις («σαν πας στην Καλαμάτα κι ερθείς με το καλό», δημ. τραγούδι)β) κάθε φορά που, οσάκις («σαν μέ βλέπει, τρέμει»)2. (αιτιολ.) επειδή, αφού («σαν το λες εσύ, σωστό θά'ναι»)3. (υποθ.) αν («σαν έρθει η μάνα μου απ' τη γη κι ο κύρης μου απ' τον Άδη», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡς ἄν, με σίγηση τού αρκτικού ω-].
Dictionary of Greek. 2013.